όβολο

όβολο
το
1. οβολός
2. στον πληθ. τα όβολα
τα χρήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος κατά το γένος τ. τού ὀβολός κατά το ουδ. γένος τών περισσότερων ονομασιών νομισμάτων (πρβλ. δεκάρικο, χιλιάρικο κ.λπ.)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • όβολο — το συνήθ. πληθ. όβολα, τα,1. χρήματα. 2. το χρήμα γενικά ως συναλλακτικό μέσο: Χωρίς όβολα δενκάνεις τίποτα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τορπιλ(λ)οβόλο — το, Ν (στρ. ναυτ.) ταχύπλοο ελαφρό πολεμικό σκάφος τού οποίου κύριος εξοπλισμός είναι οι τορπίλες. [ΕΤΥΜΟΛ. < τορπίλ(λ)η + βόλο (< βόλος < βάλλω), πρβλ. πυρο βόλο] …   Dictionary of Greek

  • Dracma griega moderna — † Ελληνική δραχμή en Idioma griego …   Wikipedia Español

  • οβολός — Αρχαίο ελληνικό ασημένιο νόμισμα, ίσο με το ένα έκτο της δραχμής. Η ονομασία ο. αποτελεί διάφορο τύπο της λέξης οβελός με την οποία, πριν από την εμφάνιση του νομίσματος, χαρακτηρίζονταν τα σιδερένια σουβλιά που χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι Έλληνες …   Dictionary of Greek

  • Άδης — Ο θεός του Κάτω Κόσμου και ο Κάτω Κόσμος. Ο θεός Ά. ήταν γιος του Κρόνου και της Ρέας, που πήρε μερίδιό του τον Κάτω Κόσμο, όταν έγινε η διανομή της εξουσίας του κόσμου, μετά τον πόλεμο των θεών με τους Τιτάνες. Οι αδελφοί του, Ζευς και Ποσειδών …   Dictionary of Greek

  • обо́л — а, м. Мелкая серебряная, а затем медная монета в древней Греции и позднее в некоторых других странах. [греч. ’οβολος] …   Малый академический словарь

  • Αχέρων — Ονομασία τριών ποταμών. 1. Ποταμός της Ηπείρου (κοινώς, Μαυροπόταμος ή Φαναριώτικος), ο οποίος περιβάλλεται από πλούσια μυθική παράδοση σχετική με τους νεκρούς και τον Άδη. Πηγάζει από τα όρη του Σουλίου και εκβάλλει στο Ιόνιο, στον κόλπο του… …   Dictionary of Greek

  • Χάρων — I Λογογράφος, γιος του Πυθοκλή ή του Πυθέα, που ήκμασε λίγο πριν από τον Ηρόδοτο, επί Αρταξέρξη του A’. Ερεύνησε την ιστορία των ασιατικών λαών, και έγραψε Περσικά, Ελληνικά, Αιθιοπικά, Κρητικά, Λιβυκά, Κτίσεις πόλεων, Περίπλουν των εκτός των… …   Dictionary of Greek

  • δανάκη — δανάκη, η (Α) 1. περσικό νόμισμα με αξία λίγο μεγαλύτερη από έναν αττικό οβολό 2. ο οβολός ο τοποθετημένος στο στόμα τού νεκρού για την πληρωμή τού Χάροντος. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για δάνεια λ. ιρανικής προελεύσεως πρβλ. περσ. dāna(k)] …   Dictionary of Greek

  • ημίγραμμον — ἡμίγραμμον, τὸ (Μ) μισό γράμμα* βάρος ίσο με τον οβολό …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”